Στο Πολέμι απλώνεται ένα καταπράσινο πέπλο, κεντημένο με τα ωραιότερα χρώματα της φύσης. Ιδιαίτερα, κατά τους ανοιξιάτικους μήνες, το φυσικό περιβάλλον αναδύεται σ’ όλο του το μεγαλείο με τα πιο χαρούμενα χρώματα και τις πιο γλυκιές μυρουδιές . Καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης εναλλάσσονται αρμονικά με εκτάσεις άγριας βλάστησης, με χαρακτηριστικότερο αλλά και ομορφότερο φυτό, την «πολεμίτικη τουλίπα».

Στο χωριό, κυρίαρχη θέση κατέχει η αμπελοκαλλιέργεια κυρίως «οινοποιήσιμων ποικιλιών». Το 1985, το Πολέμι κατατασσόταν τέταρτο ανάμεσα στα χωριά της Πάφου, εξαιτίας των μεγάλων εκτάσεων γης με αμπελώνες. Η καλλιέργεια αμπελιών επωφελήθηκε από την απόφαση του ηγουμένου Κύκκου, Κλεόπα, να παραχωρηθεί η μοναστηριακή γη της περιοχής στους χωριανούς με τον όρο τη «δενδροφύτευση με αμπέλια». Η αμπελοκαλλιέργεια ευδοκίμησε στο χωριό, γιατί το αμπέλι ως «ξηρικό φυτό» δεν απαιτεί αρκετό νερό.

Το φυσικό τοπίο του χωριού συνθέτουν μια σειρά από οπωροφόρα δέντρα, όπως αμυγδαλιές, μηλιές, μουριές ή αλλιώς «σηκαμιές» καθώς και χρυσομηλιές. Παλαιότερα, στο Πολέμι υπήρχαν αρκετοί δρύες, οι οποίοι όμως ξεριζώθηκαν για να φυτευτούν αμπέλια. Το ίδιο, σύμφωνα με τον κ. Ανδρέα Ονησιφόρου Πολεμίτη, συνέβηκε και με τις «σηκαμιές», μ’ άλλα λόγια σχεδόν εξαλείφθηκαν.

Ξεχωριστή ομορφιά χαρίζουν στο χωριό οι τουλίπες, οι οποίες ανθίζουν ανάμεσα «στα πολύχρωμα αγριολούλουδα, τους λαζάρους, τις κίτρινες και άσπρες μαργαρίτες». Η καλλιεργεία της τουλίπας στο χωριό, πιθανότατα άρχισε στα μέσα του 17ου αιώνα , όταν η τουλιπομανία έφτασε στο αποκορύφωμα της. Οι τουλίπες, όπως υποστηρίζει ο πρόεδρος Συνδέσμου της Τουλίπας» Ανδρέας Ονησιφόρου Πολεμίτη, εισήχθησαν κρυφά στην Κύπρο από κάποιο έμπορο, όταν η αξία τους βρισκόταν στα ύψη. Η καλλιέργεια της τουλίπας εγκαταλείφθηκε στο χωριό , όταν έπαψε να είναι επικερδής η πώληση της.

Παρολαυτά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο κος Ανδρέας Ονησιφόρου Πολεμίτη, τα πανέμορφα αυτά λουλούδια «συνέχισαν τη ζωή τους μόνα τους ως άγρια». Τόσο η αυξημένη γεωργική χρήση της γης όσο και τα διάφορα ζιζανοκτόνια που χρησιμοποιούνταν κατά τις γεωργικές εργασίες κατέστρεφαν μονάχα τον υπέργειο βλαστό και «οι βολβοί επιβίωσαν».
Στις αρχές του Μάρτη, ανθίζουν τα πρώτα φύλλα της τουλίπας. Σύμφωνα πάντοτε με τον κο Ανδρέα Ονησιφόρου Πολεμίτη, «ο μονήρης βλαστός και τα φύλλα αναπτύσσονται γρήγορα, αν ο καιρός βοηθήσει, και το λουλούδι εμφανίζεται μετά από δέκα έως δεκαπέντε μέρες».

Πρέπει να σημειωθεί πως η αγάπη των κατοίκων του χωριού γ’ αυτό το υπέροχο λουλούδι εκδηλώθηκε με την ίδρυση του «Συνδέσμου Φίλων της Τουλίπας», που έλαβε χώρα το 2001. Βασικός στόχος του Συνδέσμου τάχθηκε ο περιορισμός της καταστροφής της τουλίπας ακόμα και στα ιδιωτικά τεμάχια γης, εφόσον αυτή δεν προστατεύεται από το νόμο.

Πηγές:

Ομιλία Ανδρέας Ονησιφόρου Πολεμίτη στο «Φεστιβάλ Τουλίπας»

Κωνσταντίνου Φίλιππος, «Η γένεση του Γυμνασίου Πολεμίου- Πάφου»,Εφημερίδα «Αλήθεια», 15 Ιανουαρίου 2006
Κος Ανδρέας Ονησιφόρου Πολεμίτης

Η ελαιοκαλλιέργεια είναι μια από ασχολίες των κατοίκων του Πολεμίου.

Πιο κάτω θα σας παρουσιάσουμε κάποια στοιχεία που αφορούν την ελαιοκαλλιέργεια:

Η προετοιμασία του εδάφους είναι μια από τις πρώτες καλλιεργητικές φροντίδες των ελαιοκαλλιεργητών. Το έδαφος για να προετοιμαστεί πρέπει να εμπλουτιστεί με θρεπτικά συστατικά αλλά και να απαλλαγεί από ζιζάνια.

Το κλάδεμα των ελαιόδεντρων είναι πολύ σημαντικό για την παραγωγικότητά τους. Αυτό γίνεται είτε στις αρχές της άνοιξης, είτε κατά την περίοδο της συγκομιδής. Κατά τη διάρκεια του κλαδέματος, κόβονται όσα κλαδιά κρίνονται περιττά για να παραμείνουν στο δέντρο μόνο οι καρποφόροι κλάδοι.

Το πότισμα των ελαιόδεντρων πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή. Γενικότερα, οι ελιές δεν χρειάζονται συχνό πότισμα. Εντούτοις, τους μήνες της ανθοφορίας, τους ανοιξιάτικους δηλαδή μήνες, το πότισμα των ελαιόδεντρων είναι καθοριστικής σημασίας τόσο για την αύξηση της παραγωγής τους όσο και για την ποιότητα των καρπών τους.

Από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι τα τέλη Φεβρουάριου, λαμβάνει χώρα το μάζεμα των ελιών, γνωστό ως «λούβισμα».  Για το «λούβισμα» των ελιών χρησιμοποιείται η μέθοδος του ραβδισμού ή αλλιώς «βάκλισμα» αλλά και σύγχρονές μέθοδοι με μηχανήματα.

Το «βάκλισμα» που είναι η παραδοσιακή μέθοδος για το μάζεμα των καρπών της ελιάς, γίνεται ως εξής: «χτυπούν» το ελαιόδεντρο με ένα ξύλινο ραβδί, τη «βάκλα» με σκοπό οι καρποί του δέντρου να πέσουν και να συγκεντρωθούν στα τεράστια πανιά που προηγουμένως τοποθετούνται κάτω από αυτό. Στη συνέχεια, οι ελιές τοποθετούνται σε κασόνια και συνήθως οδηγούνται στο ελαιοτριβείο για την παραγωγή ελαιόλαδου.

Τέλος, κάποιοι ελαιοκαλλιεργητές ακολουθούν την παραδοσιακή μέθοδο πολλαπλασιασμού των ελαιόδεντρων. Αυτή είναι ο εμβολιασμός, δηλαδή η προσαρμογή ενός κλαδιού ελιάς σ’ άλλο δέντρο. Για να καρποφορήσει ένα δέντρο χρειάζεται να περάσουν τουλάχιστον τρία χρόνια από τη φύτευσή του.

Πηγή:

Ιωνάς Ιωάννης, Παραδοσιακά Επαγγέλματα της Κύπρου, Λευκωσία, 2001, σ.487-49

Η συστηματική αμπελοκαλλιέργεια στο χωριό ξεκίνησε στα 1985. Ήδη, όμως, από τις αρχές του 20ου αιώνα, περί τα 1920, στις λοφοσειρές του Πολεμίου υπήρχε έστω και περιορισμένη αμπελοκαλλιέργεια.

Αρχικά, σ’ ολόκληρη σχεδόν την πεδινή έκταση του χωριού καλλιεργούνταν δημητριακά. Η καλλιέργεια, όμως, των δημητριακών κρίθηκε ασύμφορη, εξαιτίας των επανειλημμένων καταστροφών είτε από «συριβίδα» είτε από πλημμύρες. Ο κ. Ανδρέας Ονησιφόρου Πολεμίτης, χαρακτηριστικά αναφέρει πως «οι εκτάσεις γης έμοιαζαν με έλη ή αλλιώς λιμνάζοντα νερά». Τα δημητριακά ήταν κατάλληλα μονάχα για τροφή των ζώων. Πρέπει να σημειωθεί πως το μεγαλύτερο μέρος της πεδινής έκτασης αποτελούσε περιουσία της Μονής του Κύκκου.

Οι κάτοικοι για να καλλιεργούν τη γη έπρεπε να καταβάλουν ενοίκιο στη Μονή. Μετά τις συνεχείς καταστροφές των καλλιεργειών, ο ηγούμενος Κύκκου, Κλεόπας, εισηγήθηκε να παραχωρηθεί η μοναστηριακή γη στους κατοίκους του χωριού, με τον όρο να φυτέψουν αμπέλια. Όπως αναφέρει, ο κ. Ανδρέας Πολεμίτης, δόθηκε η γη με το «σύστημα της ενοικιαγοράς». Ο ίδιος συνεχίζει διευκρινίζοντας πως η γη, η οποία στο εξής παρεχωρείτο στους κατοίκους θα ανήκε στο ήμισυ στη Μονή για τριάντα χρόνια.
Μετά από τριάντα χρόνια εντατικής καλλιέργειας, ο χωρικός είχε το δικαίωμα να κρατήσει ή να πωλήσει τη γη. Έτσι, σταδιακά, η μοναστηριακή γη μετατράπηκε σε αμπελώνες του Πολεμίου.

Μ’ άλλα λόγια, όπως γράφει ο κος Κωνσταντίνου Φίλιππος στην εφημερίδα «Αλήθεια», αρχικά η μοναστηριακή γη δόθηκε «σε συνεταιρική βάση για τη δενδροφύτευση της με αμπέλια». Αργότερα, όπως ο ίδιος συμπληρώνει, «περί το 1960, επί ηγουμενίας του Χρυσοστόμου» η γη παραχωρήθηκε στους καλλιεργητές «πάνω σε πλήρη βάση».

Στα μέσα του 20ου αιώνα άρχισε τη λειτουργία της η οινοβιομηχανία ΣΟΔΑΠ στην Πάφο, δίδοντας ένα επιπλέον κίνητρο για την ενασχόληση με την καλλιέργεια αμπελιών. Έτσι, στα 1947 η αμπελοκαλλιέργεια  εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρο το χωριό. Πρέπει να αναφερθεί πως η αμπελοκαλλιέργεια ευνοήθηκε από τις κλιματολογικές συνθήκες του χωριού. Σαφέστερα, το αμπέλι ως «ξηρικό φυτό» δεν απαιτούσε αρκετό νερό. Η αμπελοκαλλιέργεια σταδιακά κατέστη η βασική ενασχόληση των κατοίκων, η οποία μάλιστα ήταν ιδιαίτερα προσοδοφόρα. Αυτή η οικονομική άνθιση συνδέεται και με τη δημογραφική αύξηση, συγκεκριμένα οι οικογένειες του χωριού από πενταμελής έγιναν επταμελής.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1969 με πρωτοβουλία των κατοίκων του Πολεμίου ιδρύθηκε και η «Βιομηχανική Εταιρεία Πάφου», γνωστή ως ΒΕΑΠ. Η συγκεκριμένη βιομηχανία, παραλάμβανε τα σταφύλια, τα πολτοποιούσε ή διαφορετικά τα «πρεσάρισκε» και έπειτα τα πωλούσε για περαιτέρω επεξεργασία. Το εργοστάσιο κήρυξε πτώχευση, λόγω μιας σειράς δυσεπίλυτων οικονομικών προβλημάτων. Μάταια, η ΒΕΑΠ προέβηκε σε δάνειο από την κυβέρνηση αξίας 160.000 λιρών. Τελικά, το εργοστάσιο πωλήθηκε στην ΛΟΕΛ, η οποία ξόφλησε και το χρέος. Ούτε όμως αυτό το εργοστάσιο κατάφερε να στεριώσει, λειτούργησε μόνο περί τα τέσσερα χρόνια. Την τελευταία δεκαετία προσφέρει τις υπηρεσίες του ένα ιδιωτικό οινοποιείο το οποίο ακολουθεί τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Αυτό καταφέρνει να εξυπηρετήσει τις ανάγκες τόσο του Πολεμίου όσο και των γύρω χωριών.

Το 2004 λειτούργησε παράρτημα του μετοχικού οινοποιείου ΣΟΔΑΠ με το όνομα ΚΑΜΑΝΤΕΡΑΙΝΑ. Το εργοστάσιο εξυπηρετεί τις ανάγκες των κατοίκων της περιοχής και είναι το μοναδικό οινοποιείο της Κύπρου που είναι κτισμένο βάσει των ευρωπαϊκών προδιαγραφών.

Σε πρώτη φάση, η αμπελοκαλλιέργεια στηρίχθηκε σε φυτείες κυρίως «παραδοσιακών αμπελιών». Τα τελευταία, όμως, χρόνια, πιο ειδικά πριν δυο δεκαετίες, οι φυτείες αυτές αντικαταστάθηκαν με νέες οινοποιήσιμες ποικιλίες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, όπως διαπιστώνει ο κ. Πολεμίδης, τον περιορισμό της αμπελοκαλλιέργειας από έξι εκατομμύρια σκάλες σε μόνο μια.

Πηγές:
Κος Ανδρέας Ονησιφόρου Πολεμίτης
Κωνσταντίνου Φίλιππος, «Η γένεση του Γυμνασίου Πολεμίου- Πάφου»,εφημερίδα «Αλήθεια», 15 Ιανουαρίου 200
6